εμπορευματογνωσία

εμπορευματογνωσία
η
εξάσκηση και ικανότητα στη σωστή εκτίμηση τής αξίας τών εμπορευμάτων (βλ. και εμπορευματολογία).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εμπορευματογνωσία — η η εμπορευματολογία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εμπορευματολογία — η η επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη των εμπορευμάτων από εμπορική σκοπιά, η εμπορευματογνωσία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”